- σοδειά
- ησυγκομιδή, το σύνολο των γεωργικών προϊόντων μιας χρονιάς: Φέτος δεν έβρεξε και δεν είχαμε καλή σοδειά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σοδειά — και σοδιά, η, Ν 1. η συγκομιδή τών καρπών ή άλλων αγροτικών προϊόντων αφού ωριμάσουν 2. το σύνολο τών καρπών και προϊόντων που συγκομίζονται για μια χρονική περίοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εἰσοδεία, με συνίζηση τού εια και σίγηση τού αρκτικού / i / γιατί… … Dictionary of Greek
αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
ασόδιαστος — η, ο 1. (για καρπούς) αυτός που δεν τον έχουν μαζέψει («ασόδιαστη σταφίδα») 2. εκείνος που δεν παρέχει σοδειά, ο άφορος («ασόδιαστη χρονιά») 3. όποιος δεν έχει σοδειά, δεν έχει προμήθειες («ασόδιαστο σπιτικό») … Dictionary of Greek
εσοδεία — και σοδειά, η 1. η συγκομιδή, το σύνολο τών καρπών ή προϊόντων που συγκεντρώνονται αφού ωριμάσουν σε κτήμα, περιοχή κ.λπ. 2. διάφορα τρόφιμα συγκεντρωμένα για μια χρονική περίοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από το μσν. εισοδεία (< εισοδεύω).… … Dictionary of Greek
καλοσόδειαστος — η, ο 1. αυτός που παρέχει καλή σοδειά («καλοσόδειαστα χωράφια») 2. ως ευχή για καλή, πλούσια σοδειά («καλοσόδειαστο νά ναι το στάρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + σοδειάζω] … Dictionary of Greek
εσοδεία — εσοδεία, η και σοδειά, η το σύνολο των καρπών από την καλλιέργεια της γης: Δεν είχαμε καλή σοδειά φέτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άροτος — ἄροτος, ο (Α) [αρώ] 1. ο καλλιεργήσιμος αγρός 2. ο καρπός του αγρού, η σοδειά, η συγκομιδή 3. το όργωμα, η καλλιέργεια 4. η εποχή για καλλιέργεια 5. μτφ. η γέννηση παιδιών … Dictionary of Greek
ακριδολογώ — [ακριδολόγος] 1. μαζεύω ακρίδες 2. παροιμ. «Η αλεπού είχε αργατειά κι εκείνη ακριδολόγα» (γι’ αυτόν που παραμελεί τις δουλειές του και ασχολείται με ασήμαντα πράγματα) 3. έχω πολύ μικρή σοδειά 4. ματαιοπονώ … Dictionary of Greek
αννώνα — (AM ἀννώνα κ. ἀννώνη κ. ἀννόνα) μσν. νεοελλ. προμήθειες, σοδειά «έχει την αννώνα του» (Χαλκιδική, Άθως) έχει προμήθειες τροφίμων, κυρίως σταριού, για να περάσει τη χρονιά του (αρχ. μσν.) σιτηρέσιο, ετήσιο βοήθημα που δινόταν από τον αυτοκράτορα… … Dictionary of Greek